- πορθμεῖς
- πορθμεύςferrymanmasc acc plπορθμεύςferrymanmasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
πορθμικός — ή, όν, Α [πορθμός] 1. ο σχετικός με τον πορθμέα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορθμικόν οι πορθμείς … Dictionary of Greek